«Την ήξερε τη Βαβουχιά, όχι βέβαια μέσω ιδιαιτέρων βιωματικών εμπειριών, αλλά μέσω πλείστων και παραστατικότατων αφηγήσεων τρίτων. Θρυλείται πως επρόκειτο περί βούρκου ψυχών, κολαστηρίου, όπου οι ζωντανοί θρηνούν και οι πεθαμένοι μένουν ξύπνιοι. Επρόκειτο περί οικτρού, ακατανόητου μέρους, περί «άμορφης σκουληκαντέρας», όπως ορισμένοι την αποκαλούσαν. Και ακόμα, και ίσως κρισιμότερα, περί τσαντιριού, ή καλύτερα στάνης, βλογιοκομμένης και κακοφορμισμένης, λερωμένου και απεριποίητου βόρβορου, που έζεχνε, καθώς λέγανε, λασπουριά και κρεμμυδίλα. Η μετατόπισή του σ’ αυτή την τρώγλη έμοιαζε να φέρει καταδίκη τελεσίδικη, καταδίκη πικρή και τερατώδη».
«Εσείς, λοιπόν, οι υπόλοιποι, που το έχετε εύκολο καθώς φαίνεται να λυπάστε, να κουρελιάζετε και να ασχημονείτε πίσω από την πλάτη ενός συνανθρώπου σας που βρέθηκε σε δύσκολη θέση, εσείς, κύριοι, που θα παραμείνετε ως φαίνεται παραστάτες στον τόπο τούτο, εσείς που δεν θα μετακινηθείτε στη Βαβουχιά και θα κομπάζετε πως τάχα τη γλιτώσατε, εσείς που θα καταδεικνύετε εμένα στις διαμέσου οινοποσιών συζητήσεις σας ως ένα ατυχές παράδειγμα ανθρώπου, άστοχο παράδειγμα και σίγουρα προς αποφυγή, παράδειγμα το οποίο πρέπει να αποκηρύξετε έτσι ώστε να εξελιχθείτε στον περαιτέρω σας βίο, εσείς που ως άλλοι γυποκόρακες ανελεήτως συντηρείτε την ύπαρξή σας κατασπαράζοντας ανίσχυρους, και μάλιστα όχι προς άμεση βιολογική σας ανάγκη, εσείς, λοιπόν, αγαπημένοι μου συνομιλητές, παραδεχτείτε ενώπιών μου, απλά, με ένα ναι ή με ένα όχι, δεν θεωρείτε πως μπορεί κάποια μέρα, ίσως όχι και τόσο μακρινή, να βρεθείτε σε θέση ανάλογη;».
Εκδόσεις
Σελίδες
80
Θεματική
Συγγραφέας
Συγγραφέας: Πάνος Κομπατσιάρης